δυσκολεύομαι

δυσκολεύομαι
δυσκολεύομαι, δυσκολεύτηκα βλ. πίν. 18
——————
Σημειώσεις:
δυσκολεύομαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαφοροποιείται ( κάνω κάτι με δυσκολία, αντιμετωπίζω δυσκολίες).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσκολεύω — δυσκόλεψα, δυσκολεύτηκα, δυσκολεμένος 1. κάνω κάτι δύσκολο, εμποδίζω, δυσχεραίνω: Ο άστατος καιρός δυσκόλεψε την κατάσταση. 2. το μέσ., δυσκολεύομαι διστάζω: Δυσκολεύομαι να του μιλήσω. 3. δυσκολεύομαι αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… …   Dictionary of Greek

  • μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… …   Dictionary of Greek

  • ψελλίζω — ΝΑ [ψελλός] προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος νεοελλ. μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω αρχ. 1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν»,… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκομπιάζω — 1. δυσκολεύομαι στην ομιλία 2. εκφράζομαι αόριστα για ένα θέμα …   Dictionary of Greek

  • δυσκολαίνω — (AM δυσκολαίνω) νεοελλ. 1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται») 2. δυσκολεύω αρχ. 1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια 2. προκαλώ δυσκολίες 3. (για επιχειρήματα) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • δυσπιστώ — (AM δυσπιστῶ, έω) δυσκολεύομαι να πιστέψω, αμφιβάλλω για κάτι …   Dictionary of Greek

  • δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”